Πώς να αποχαιρετήσεις τη Μάνα;

Πώς να αποχαιρετήσεις τη Μάνα σου; Όταν μάλιστα μόλις λίγες ώρες πριν τσακωνόσασταν γιατί δεν έφαγε εκείνη ή γιατί σε ρώτησε πάλι τι θα φας εσύ ή αν έχεις χρήματα να περάσεις; Και, σχεδόν αμέσως, μετά την «καληνύχτα» να ξέρεις ότι μας αποχαιρέτησε πρώτη εκείνη μέσα στον ύπνο της, κλείνοντας απλώς τα μάτια της. Έτσι όπως κοιμήθηκε, δίπλα στον πατέρα, στην αγκαλιά του, έφυγε χωρίς κανείς να αντιληφθεί τίποτε…

Ήταν σα να κοιμόταν, ήρεμη. Πήρε τη θέση στο κρεβάτι, έβαλε τα δυο της χέρια κάτω από το κεφάλι της, έκλεισε τα μάτια. Κι αυτό ήταν. Δεν την «άγγιξε» η αγωνία του θανάτου κι ας ήταν η ζωή της γεμάτη αγωνίες, ειδικά τα τελευταία χρόνια, για τη ζωή όλων μας.

Αυτή ίσως είναι η – αναπόφευκτη- αναχώρηση που όλοι θα ήθελαν. Μια ανάσα που απλώς τελείωσε, μια καρδιά, που χτύπησε και μετά σταμάτησε. Μια καρδιά γεμάτη αγάπη για όλους. Και εξηγήσεις, δικαιολογίες ακόμα και για όσους πείραξαν εκείνη, τον πατέρα, τα παιδιά της, όλα τα παιδιά της, όπως έλεγε τους πάντες, από εμάς, τα παιδιά της, μέχρι τα εγγόνια, το δισέγγονο, όλους μας.

Δεν πρόλαβε να «μάθει ίντερνετ», όπως μου ζητούσε, για να διαβάζει το Candianews μόνη της και να βρίσκει τα κείμενά μου. Όπως έκανε για περισσότερα από 30 χρόνια στις εφημερίδες, στα ραδιόφωνα, την τηλεόραση.

Δεν πολυήθελα κιόλας, είναι αλήθεια, για να μη μαθαίνει τα πάντα. Τις συγκρούσεις, τα δικαστήρια, τη βρωμιά. Το κυνηγητό. Τη μάνα, τον πατέρα, πρέπει να τους προστατεύεις. Όπως έκαναν εκείνοι από την ώρα που ήλθες στον κόσμο, μέχρι και σήμερα. Όπως έκανε εκείνη μέχρι το τέλος, λίγες ώρες πριν, ξέροντας ότι η δουλειά πάει καλά αλλά τα έσοδα χάλια (για λόγους που κατανοούσε πολύ καλά). Και ρωτούσε με την ίδια αγωνία που την κυρίευε πάντα, αν είχα κάποια ανάγκη, ενώ ταυτόχρονα ζητούσε από τον πατέρα να μου δώσει «χαρτζιλίκι»!

Αυτή είναι – δεν μπορώ να γράψω «ήταν»- η μάνα μας. Με την τρυφερότητα, την αγάπη, ακόμα και με τον υπερπροστατευτισμό της, και τώρα που εγώ κι ο Παναγιώτης φτάσαμε και ξεπεράσαμε τα 50.

Είδε τα 4 εγγόνια της, πρόλαβε να δει και το πρώτο δισέγγονό της. Δεν πρόλαβε να δει το δεύτερο που έρχεται.

Αυτή ήταν η κυρά Στασούλα, η μάνα μας, που έφυγε τόσο αναπάντεχα. Και τη μάνα (όπως και τον πατέρα) δεν περιμένεις ποτέ να τη δεις να «φεύγει». Πάντα είναι ξαφνικό και τραγικό. Πολύ περισσότερο με τον τόσο ξαφνικό τρόπο που έφυγε εκείνη.

Ήξερε καλά ότι δεν είμαι και τόσο εκφραστικός και διαχυτικός. Ελπίζω να ήξερε, παρόλα αυτά, ότι την αγαπούσα και όταν τη μάλωνα δεν ήταν «τιμωρητικό». Ακόμα κι εκείνες τις τελευταίες ώρες πριν την αναχώρηση…

Μην ανησυχείς, πατέρα. Τη φρόντισες όλη τη ζωή άριστα. Και με τα λίγα και με τα περισσότερα. Κι ήξερε ότι ήσουν εκεί για εκείνη και για όλους, όπως η ίδια για σένα και για όλους, μέχρι που έφυγε. Μην έχεις αμφιβολία ότι τη φρόντισες όπως έπρεπε μέχρι το τέλος. Γι αυτό έφυγε μέσα στην αγκαλιά σου, απλώς κλείνοντας τα μάτια. Της έδωσες τη σιγουριά και την ασφάλεια που χρειαζόταν ακόμα κι εκείνη την ύστατη στιγμή.

Γι αυτό απλώς κοιμήθηκε…

Μάνα σ’ αγαπάμε. Κι αν εγώ δεν σου το έλεγα μέχρι χθες, γιατί δεν «είμαι για τέτοια», στο γράφω τώρα κι είμαι σίγουρος ότι από κάπου διαβάζεις τώρα το site.

Για τον πατέρα μην ανησυχείς, ξέρεις καλά ότι έχει δύναμη. Και μας τη μεταδίδει και στα πιο δύσκολα.

Καλοτάξιδη Μάνα…

Συγγνώμη για όσα δεν σου εξέφρασα και για όσα εξέφρασα και δεν έπρεπε…

Συγγνώμη γι αυτές τις αράδες, δεν είναι “καλλιτέχνημα”, αλλά ανάγκη…

Αλέκος Α. Ανδρικάκης

Δείτε ακόμα

Edit

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί